- πολυθαρσής
- -ές, Α(επικ. τ.)1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.)2. θαρραλέος, γενναίος3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θαρσής (< θάρσος, τό «θάρρος, θράσος»), πρβλ. ευ-θαρσής].
Dictionary of Greek. 2013.